- τριᾶντος
- τριάξωfut part act masc/neut gen sg (doric aeolic)τριάζωconquerfut part act masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριάς — (I) άδος, η, ΝΜΑ βλ. τριάδα. (II) ᾱντος, ό Α 1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο τής λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές 2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα )». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek